καλοδουλεύω

καλοδουλεύω
1. επεξεργάζομαι κάτι καλά, με επιμέλεια ή με τέχνη
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλοδουλεμένος, -η, -ο
ο καλά επεξεργασμένος, ο καλοφτειαγμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοδουλεύω — καλοδούλεψα, καλοδουλεύτηκα, καλοδουλεμένος, δουλεύω καλά, κάνω καλή δουλειά: Τα έπιπλα είναι καλοδουλεμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”